- περίχυσις
- περίχυσιςpouring overfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιχύσει — περίχυσις pouring over fem nom/voc/acc dual (attic epic) περιχύσεϊ , περίχυσις pouring over fem dat sg (epic) περίχυσις pouring over fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιχύσεις — περίχυσις pouring over fem nom/voc pl (attic epic) περίχυσις pouring over fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίχυσιν — περίχυσις pouring over fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίχυση — η / περίχυσις ύσεως, ΝΜΑ [περιχέω] το να περιχύνει κανείς κάτι, το να περιβρέχει να διαβρέχει, κάτι αρχ. 1. έκπλυση, ξέπλυμα 2. καταιονισμός με κρύο νερό, ψυχρολουσία 3. διασκόρπιση … Dictionary of Greek
περιχύσεως — περιχύσεω̆ς , περίχυσις pouring over fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)